Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Άνοιξη


Στέρεψαν τα ποτάμια,

τα πράσινα φυλλώματα ξάσπρισαν.

Γεφύρια κοπήκανε στα δυό,

σιώπησαν τα πουλιά στα καλτερίμια,

λιγόστεψαν οι πέτρες,

θολό το χρώμα στα λουλούδια.

Μοναχική τούτη η Άνοιξη.

Ζαρώσανε απο σιωπή τα χρόνια,

κιόμως δεν πρέπει να θυμάσαι άλλες Άνοιξες,

οι θύμησες σου κλέβουν τη ζωή

ψάξε κρυμμένες ευτυχίες.

Σαυτή την Άνοιξη ψάξε βαθειά και θα τις βρείς...!
26/02/2008
Σχεδόν δυό χρόνια πριν μου το χάρισαν
και σήμερα που μύρισε πάλι Άνοιξη,
σας το χαρίζω και γω με τη σειρά μου!!!

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ

Σήμερα έλαβα το παρακάτω e-mail από μια φίλη
προφανώς κιαυτή απο κάποιον άλλο το έλαβε.. όσα διάβασα γνωστά... αλλά δεν ξέρω γιατί και πώς ένιωσα ένα τσίμπημα ..ξύπνησα και θυμήθηκα τον επαναστάτη που είχα μέσα μου στα 18 γιατί καταντήσαμε να δεχόμαστε ότι μας δίνουν γιατί κρυβόμαστε πίσω απο το δαχτυλάκι μας?
Αυτή τη στιγμή αυτό που μπορώ να κάνω είναι να το δημοσιεύσω όσο πιο πολλοί το διαβάσουν τόσο καλύτερα.. κάποιοι μπορεί να ξυπνήσουν κι αυτοί ...κάτι μπορεί να γίνει...τελικά...


Μεσημέρι, Κολωνάκι, καφέ στην πλατεία που είναι αποκλεισμένη περιμετρικά...
Μπράβοι σε σχήμα Π και περαστικοί που κοιτάζουν περίεργοι το θέαμα...
Στη μέση ΑΥΤΟΣ, με μαύρο κοστούμι και μαύρο πουκάμισο, όρθιος να μιλάει στο τελευταίας τεχνολογίας κινητό του... Πίσω του ένας από τους μπράβους να κρατάει στα χέρια ευλαβικά το πούρο ΤΟΥ. ΑΥΤΟΣ γυρνάει, τραβάει επιδειχτικά μια ρουφηξιά, και το δίνει στον κολαούζο που συνεχίζει να το κρατάει ευλαβικά μέχρι την επόμενη ρουφηξιά ΤΟΥ.
«Μπράβος πούρου», να ένα από τα επαγγέλματα του μέλλοντος στην Ελλάδα!
Φθινοπωρινό μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας, η δημόσια επίδειξη της υπέρτατης
ηλιθιότητας. Ναι, ΑΥΤΟΣ είναι ένας από τους πολλούς νεόπλουτους. Έχει λεφτά
με ουρά, από που και πως, απροσδιόριστο, όμως τι σημασία έχει; Οι πλούσιοι
αυτής της χώρας δεν παράγουν, απλά έχουν και κάνουν ότι μπορούν για να το δείξουν
στους υπόλοιπους...
Σαπιοκάραβα στις άγονες γραμμές, προμήθειες-μίζες από εξοπλιστικά προγράμματα,
λαθρεμπόριο πετρελαίου, πλαστά τιμολόγια, ποδοσφαιρικές ομάδες-πλυντήρια,
εικονικά συμβόλαια αγοραπωλησίας ποδοσφαιριστών...
Πώληση φαρμάκων στα δημόσια νοσοκομεία στην τριπλάσια τιμή, εισαγωγή εικονικών
εμπορευμάτων από τη Κύπρο μέσω εταιρείας offshore, εμπορική εκμετάλλευση της
εκκλησιαστικής ακίνητης περιουσίας, καταπάτηση δασών και άλλων δημοσίων εκτάσεων,
ανέγερση συγκροτημάτων πολυτελών κατοικιών στη Μύκονο
με συνέταιρο κάποιο γνωστό πολιτικό που αναλαμβάνει να προωθήσει την αλλαγή του
συντελεστή δόμηση, διαφημιστική καμπάνια υπουργείων, διαχείριση χρημάτων
ασφαλιστικών ταμείων, πώληση τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών συχνοτήτων,
εικονικές αυξήσεις κεφαλαίου με την ανάλογη σε αυτές τις περιπτώσεις τραπεζική
εγγύηση, φούσκες στο Χρηματιστήριο... Και μετά έρχονταιοι βίλες με τις πισίνες, οι
Καγιέν, τα κότερα, τα πούρα και οι μπράβοι με τον χοντρό σβέρκο...
Οι περαστικοί και οι τουρίστες «απολαμβάνουν» το θέαμα και κουνάνε το κεφάλι ειρωνικά... Ελλάδα, μία χώρα που δεν παράγει τίποτα και έχει τόσους πολλούς
νεόπλουτους... Δεν δημιουργούν πλούτο αλλά έχουν διασυνδέσεις:
είναι οι σωστοί άνθρωποι στις σωστές θέσεις με την κατάλληλη βιτρίνα... Δεν
βγάζουν χρήματα, απλά υπεξαιρούν... Ξέρουν πολύ καλά από που προέρχονται
τα χρήματά τους γι' αυτό και τα αντιμετωπίζουν και οι ίδιοι ως προϊόν
εγκλήματος... Γι' αυτό και τα τρώνε γρήγορα και επιδεικτικά, όπως οι γκάνγκστερ...
Σε ολόκληρο τον κόσμο μόνο δύο άρχουσες τάξεις έχουν υιοθετήσει ως τρόπο ζωής τοlifestyle της Κολομβιάνικης μαφίας: οι Ρώσοι και οι Έλληνες. Θηριώδη τζιπ στα στενά
δρομάκια της Αθήνας, παρκαρισμένες Πόρσε και Φεράρι έξω από τα κλαμπ,
αστυνομική προστασία, γουόκιτόκι, ημίγυμνες ξανθιές-συνοδοί και μπράβοι με χοντρούς σβέρκους τύπου ΚΔΟΑ: Κτηνώδης Δύναμη Ογκώδης Άγνοια...
Στον υπόλοιπο κόσμο οι πραγματικοί πλούσιοι
μοιάζουν με φοιτητές: σνίκερς, φούτερ και Τ-shirts.
Ανακάλυψαν ένα τσιπάκι, έστησαν τη Microsoft, την Apple, δημιούργησαν ένα έξυπνο
πρόγραμμα software, φαντάστηκαν μια ολόκληρη κοινότητα, το περίφημο FaceBook,
έβαλαν την εταιρεία τους στο χρηματιστήριο έναντι αστρονομικού ποσού, κι'
όμως φοράνε ακόμα τζιν και παίζουν ακόμα με τις φοιτητικές τους κιθάρες τραγούδια
της εποχής τους...
Εδώ δεν υπάρχουν κιθάρες. Ούτε πανεπιστήμια. Ούτε ίχνος παιδείας.
Μόνο Greek style ληστρικός μικροκαπιταλισμός και κλοπιμαία, πολλά κλοπιμαία

Εδώ οι νεόπλουτοι δεν θέλουν να κρυφτούν, θέλουν να φανούν: ποιος έχει το πιο μεγάλο σπίτι, το πιο μεγάλο κότερο, το πιο πολυτελές αυτοκίνητο.
Αγωνιούν για μια φωτογραφία τους σε φτηνές κίτρινες φυλλάδες που λερώνεσαι μόλις
τις αγγίξεις. Γι' αυτό «αγοράζουν» παρέα, δημοσιότητα, σεξ, σταρ, μις, θεές, απόλυτες, υπέρλαμπρες, δίμετρες σιλικονούχες ξανθιές με μαύρη ρίζα, βγαλμένες
από τη μαζική παραγωγή των καλλιστείων. Μια-δυό γυμνές φωτογραφήσεις στο Playboy
και μετά επιστροφή στον «αγώνα», στο ανελέητο κυνήγι, στη σκληρή ζούγκλα της ζωής...
Ελλάδα, όπου η ανεργία στους νέους και τις νέες φτάνει
μέχρι και το 35%...


Τα κορίτσια, επηρεασμένα από τα σκουπίδια της τηλεόρασης
και τις φυλλάδες που κατακλύζουν τα περίπτερα μετατρέπονται σε πιράνχας που
στολίζονται και κόβουν βόλτες από πόρσε σε μπεμ-εμ-βε, από φωτογράφηση σ φωτογράφηση, από πασαρέλα σε κατ' οίκον επισκέψεις... Το ίδιο παμπάλαιο συγκινητικό όνειρο: που θα πάει, μία μέρα ο «πελάτης» θα την ερωτευτεί και θα την κάνει
κυρία... Ναι, ένας γάμος τώρα πριν είναι αργά... Τα χρόνια περνάνε γρήγορα και νέο «εμπόρευμα» βγαίνει στην αγορά κάθε σεζόν...
Και τα «πούρα» διαλέγουν την επόμενη trophy wife... Επιλέγουν και επιλέγονται... Τα Ε9 κυκλοφορούν σε φωτοτυπίες... Αγοραπωλησίες και σπουδαία
ντιλ... Τα κοσμικά περιοδικά γράφουν για πανέμορφες μοντέλες που φωτογραφίζονται
σε ακριβά μαγαζιά με νεαρούς ζεν-πρεμιέ της αθηναϊκής νύχτας... Κορίτσια
επαγγελματίες-συνοδοί που συναντάνε γιους νεόπλουτων με την ελπίδα να «κατακτηθούν»...Νέες ιδιότητες της Ελληνικής κοσμικής ζωής...
Πολλά υποσχόμενοι κληρονόμοι και γιοι «εισηγμένων»... Πολύφερνοι γαμπροί με
κατακτήσεις στις πρώτες σελίδες των φυλλάδων...
Ο πλανήτης μας εισέρχεται στον τρίτο χρόνο μιας πρωτοφανούς οικονομικής
κρίσης... Έρχεται κρύο και βαρύς χειμώνας... Κι' όμως οι Ελληνικές πολιτικές
εφημερίδες, αυτιστικές όπως πάντα, μέσα στο πιο βαθύ τούνελ της κρίσης, εισάγουν στην ύλη τους κοσμικά ένθετα με πολύχρωμα χρώματα και γυαλιστερές φωτογραφίες. Για
δες το 16χρονο ζάπλουτο ξέκωλο πως διασκεδάζει στα μπουζούκια. Δες να μορφωθείς!
Ζηλεύεις; Δες και το νεαρό κληρονόμο της «εισηγμένης» αγκαλιά με τη θεά, την προκλητική Miss Young. Θα κάνουν άραγε προγαμιαίο συμβόλαιο ή θα προλάβει να του τα
φάει; Και 'συ αγωνιάς...
Η Ωραία Ελένη ρίχνει με νάζι το τιραντάκι για να φανεί η ρόγα μήπως και ανέβει η
τηλεθέαση.... 5.000 άτομα ήταν στο γάμο, τραγούδησε ο Ρέμος, εσύ γιατί δεν ήσουν εκεί;
Ζηλεύεις; Όμως εσένα ο πατέρας σου δεν έκανε λαθρεμπόριο πετρελαίου και η μαμά σου δεν ήταν συμβολαιογράφος στα μεγάλα ντιλ μεταβίβασης της εκκλησιαστικής ακίνητης
περιουσίας... Αλλά και 'συ βρε κορίτσι μου, δεν ξέρεις ούτε ένα γενικό γραμματέα
υπουργείου, έναν ταμία κόμματος έστω; Είσαι άξια της μοίρας σου...
Όλα διορθώνονται όμως, άρχισε από τώρα, κάνε κοιλιακούς, κάνε προσθετική
στήθους, κάνε μποτοξάκια, κάνε πλαστική κώλου, κάνε λιποαναρρόφηση, κάνε κάτι τέλος
πάντων! Αν δεν μπορείς να είσαι αγοραστής, γίνε τουλάχιστον εμπόρευμα... Η
Ελλάδα σαν αδιόριστη πτυχιούχος, κλείνει τα μάτια και πέφτει στο κρεβάτι για μια
μονιμοποίηση στο δημόσιο...Κι' όταν γίνει υπέρβαρη πηδάει απ' το
μπαλκόνι... Γυρνάει το ρολόι μια ώρα πίσω μεσάνυχτα Κυριακής κι' ετοιμάζεται για
τον πιο βαρύ χειμώνα...Μπερδεμένη, πεινασμένη, σε πλήρη σύγχυση, συνεχίζει να δηλώνει αθώα...
Ήταν ωραίο το έργο, εύκολο, χωρίς κόπο, θεαματικό σαν μεταμεσονύχτια Κολομβιάνικη σαπουνόπερα του Άλφα με βαρόνους κοκαΐνης, μπράβους και μικρά κοριτσάκια που πάνε
στον πλαστικό χειρούργο με παιδιάστικη αφέλεια για να μεγαλώσουν τα βυζιά τους,
να πιάσουν την καλή, να τις διαλέξει ο αρχηγός της συμμορίας, να γίνουν «κυρίες»...
Όμως το έργο κρατάει μόνο 45 λεπτά... Μετά ακολουθεί τελεμάρκετινγκ: κατσαρόλες,
στρώματα νερού, και όργανα γυμναστικής, 29,99 ευρώ σε 6 δόσεις.
Πάρε κόσμε!
Που είναι η άλλη Ελλάδα; Η Ελλάδα του 5%, η Ελλάδα της γνώσης, της επιστήμης και
της έρευνας; Η Ελλάδα της τέχνης,του πολιτισμού και του πνεύματος; Η Ελλάδα του αντοπάριστου αθλητισμού, της ευγενούς άμιλλας και του θαυμασμού για το ωραίο, το
μεγάλο, το αληθινό; Η Ελλάδα της δουλειάς, της προκοπής και της εξέλιξης;
Η Ελλάδα του μέτρου, της μετριοφροσύνης και της σύνεσης; Κι' όμως υπάρχει ΚΑΙ
αυτή η Ελλάδα, υπάρχει ανάμεσά μας, αναπνέει και λειτουργεί, μόνο που είναι χαμένη στο υπόλοιπο 95%... Αυτό το 95% που χρεοκόπησε την Ελλάδα...
Η διάσωση, αν υπάρξει, θα έρθει από τον καθένα μας. Γίνετε και 'σεις μέλος του 5%,
ανακαλύψτε το, αποκαλύψτε το, διαδώστε το, ενισχύστε το, συμπληρώστε
το... γιατί μόνο τότε ίσως φανεί η αρχή της ελπίδας...

Τρίτη 16 Μαρτίου 2010

LIFE


Είχα μέρες να περπατήσω στην παραλία, κάθε φορά που έρχομαι Θεσσαλονίκη αυτό κάνω ότι καιρό και να έχει..θέλω να δω τη θάλασσα ....σα νάναι η φίλη που έχω μέρες να τη συναντήσω..νιώθω μια λαχτάρα....νομίζω ότι δεν θα μπορούσα να μείνω σ'ένα τόπο μακριά από θάλασσα....
Αυτή ήταν η πρώτη εικόνα που αντίκρυσα μόλις βγήκα στην παραλία...ο ήλιος λαμπερός σε ζέσταινε γλυκά ....και όλοι, άνθρωποι και ζώα, τον απολάμβαναν....κάτι τέτοιες στιγμές νιώθω μια ευχαρίστηση, μια πληρότητα... δικαίως ο ήλιος θεωρείται πηγή ζωής......

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ

( κολάζ ) mary 2010


8 Μαρτίου σήμερα "Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας"
Από τη στιγμή που τυχαία διάβασα αυτή την επιστολή της ποιήτριας Μαρίας Πολυδούρη με συγκίνησε και ένιωσα την ανάγκη να τη μοιραστώ μαζί σας .

Μια Επιστολή
"Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα..."

Ίσως το γράμμα αυτό να μη διαβαστεί ποτέ, από κανέναν, αλλά στ' αλήθεια, δε με νοιάζει. Ίσως μέχρι να φτάσει στα χέρια σας νάχω πια ολότελα ξεχαστεί απ' όλους. Αλλά, ούτε δα κι αυτό το τελευταίο με νοιάζει. Εξάλλου, δεν έχω και πολλά να σας πω, θέλω μόνο να σας θυμίσω ότι κάποτε υπήρξα. Κάποτε υπήρξα κι' ήμουν και ζωή και θάνατος μαζί. Και Ζωή και Χάρος ήμουν!
Έζησα, τομολογώ, μια ζωή δηλητηριασμένη, γι' αυτό θαρρώ αποφάσισα να την εγκαταλείψω. Εκείνο που για τους άλλους ήτανε ζωή, για με ήταν θάνατος. Γεννιόμουνα και πέθαινα κάθε μέρα, ώρα και στιγμή. Ζούσα με τον θάνατο, ζούσα για να πεθάνω, μα τουλάχιστον δε ζούσα νεκρή όπως οι γύρω μου, τα μικρά αστεία ανθρωπάκια που λέγαν πως μ' αγάπησαν κι ας μη μπόρεσαν ποτέ κι ας μη τόλμησαν ποτέ να διαβάσουν τη ψυχή πούκρυβε περίσσιο φως και σκοτάδι μέσα της. Κατά βάθος με φοβόντουσαν και δεν αργούσαν να τραπούν εις άτακτον φυγήν. Δεν άντεχαν να με κοιτούν κατάμματα, μη τύχει και τους κλέψω τη ψυχή τους.
Αγαπήθηκα, αγαπήθηκα πολύ, μα μπορεί ποτέ κανείς να φαντασθή ότι λυπόμουνα βαθειά όταν καταλάβαινα ότι μ' αγαπούσαν; Εγώ, ίσως να μην αγάπησα αρκετά, όχι όσο έπρεπε. Τον ιδανικό μου έρωτα θαρρώ τον έζησα στη φαντασία μου. Η ψυχή μου κι η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό το ένιωθα μέσα μου κι όμως δε πίστευα ότι θα υπήρχε μέρα που θα μου αποδείκνυε πως αγαπούσα αληθινά. Δεν είναι στ' αλήθεια τραγικό, μια μεγάλη ειρωνεία, να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν τη γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς εκείνοι που νοιώθουν τη ψυχή τους να πνίγεται στον πόνο της;
Πολλοί λέγαν ότι ζούσα μες στο κεφάλι μου. Κάτι έπρεπε να πουν κι αυτοί! Πως άλλως θα με κατέτασαν σε συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων; 'Ανθρωποι, ανθρωπάκια! Η ζωή ένα τεράστιο ψέμα που άλλοι το αγαπάνε κι άλλοι -οι λίγοι- προσπαθούν να το κάνουν αληθινή ζωή. Εσείς, αγαπητοί άγνωστοί μου φίλοι, πως ζείτε; Ζείτε;
Μια φάρσα, αυτό ήταν η δικιά μου ζωή. Κανείς δε τη κατάλαβε.Γεννήθηκα χωρίς να το θέλω, έζησα στο περίπου και σκηνοθέτησα το θάνατό μου. Κι όμως αγαπούσα τη ζωή, αλλά πάντα αυτή μούπαιρνε ό,τι άλλο αγαπούσα. Μου έλειπε πάντα μια καρδιά που να πονά για μένα. Κι ήταν δύσκολο, δύσκολο πολύ να ζω μονάχη μου μες σ' ένα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στα μικρά της ζωής και στο τίποτα. Ήμουνα σαν παράσιτο, σαν μαύρο ξωτικό που έχασε το δρόμο κι αντί να ταξιδέψει στον ονειροκόσμο του, ξέπεσε σε τούτη δω τη γη.
Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος με ρώτησε κρυφά αν είμαι χήρα σαν φορούσα μαύρα βαριά. Εγέλασα. Αλήθεια ήταν! αν μάντεψε τη ψυχή μου, καλά την ονόμασε χήρα!
Είναι που θα παρακαλούσαν να είχαν ζήσει στην εποχή μου. Εγώ, θάθελα να ζήσω σε κάποιαν άλλην εποχή. Έζησα ανάμεσα σε μια γενιά ηττημένη. Κάποιοι από μας κάναν τον πόνο στίχο, την οργή τραγούδι, αλλά κανείς δεν τόλμησε -ούτ' από μας, ούτ' από τους άλλους- δεν τόλμησε να ξεφύγει από το χαραγμένο μονοπάτι, δεν τόλμησε να πει ό,τι στ' αλήθεια σκεφτότανε, δεν τόλμησε να κάνει ό,τι στ' αλήθεια ήθελε να κάνει. Οι περισσότεροι ήταν -ήμασταν- δειλοί που 'ψαχναν απλά ναύρουν την αυτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί κι ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι κι υπερφίαλοι! Απόκληροι της αντίληψης.
Κι όμως ανάμεσα σ' αυτούς ήταν κι ο Κ. (εννοεί τον Καρυωτάκη) ο μόνος που θα μπορούσε ποτέ να με καταλάβει, αλλά ούτε κι εκείνος τόλμησε. Μούπε μάλιστα, πως με λυπόταν γιατί τον αγαπούσα, πως ήμουνα γι' αυτόν μια παρηγοριά. Τόχε η εποχή, κανείς δεν ήταν ο εαυτός του! Γι' αυτό θαρρώ κι έζησα τόσο μόνη κι ας είχα πάντοτε κάποιους να με συντροφεύουν, αδέλφια μου σ' ένα πόνο που δε θα μπορούσαν ποτέ να συλλάβουν. Έκαναν τα πάντα για με, αλλά η αγάπη τους ήταν μια θυσία που ποτέ δε δέχτηκα μ' ευμένεια κι οι ανησυχίες τους χειροπέδες για μένα.
"Πόσο είναι αστεία η ζωή μα και πόσο αστειότεροι είμαστε μεις που την ανεχόμαστε τέτοια", έγραψα, θυμάμαι, κάποτε στο ημερολόγιό μου. Μα, από τότε έχουν πεια περάσει χρόνια. Πόσα, δεν ξεύρω, αφού ο χρόνος δεν έχει πια για με καμμία σημασία. Τώρα, είμαι κάπου αλλού και ζω -αν τούτη δω η κατάσταση θεωρείται ζωή- μες από τις αναμνήσεις μου.
Ξεφυλλίζω τα τετράδια του μυαλού και κυττάζω πίσω. Όλα ζητάω τα χαμένα, τις μικρές στιγμές, τον αγαπημένο. Γυρνώ το βλέμμα και κυττάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είνε μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη, είνε τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος κι όμως -Θεέ συγχώρεσέ με- θα τον έπαιρνα με τη καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια. Με τη καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σ' εύρω μοναδική κι αξέχαστή μου αγάπη. Δε θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου τόσο που φτάνει για να ιδώ, να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου κείνο που μου 'ριχνες σαν έφτανα, τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου, να ιδώ τα χέρια σου ν' απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν, να ιδώ, να νοιώσω το φίλημά σου. Είναι τόσο μεγάλος ο καϋμός κι είμεθα τόσο μικροί ένας-ένας εμείς οι άνθρωποι που τον αποτελούμεν.
Τα λόγια αυτά ίσως ν' ακούγονται σαν παραλήρημα ενός ετοιμοθανάτου, μα, αλί, δε μπορώ να πεθάνω αφού είμαι από χρόνια πια νεκρή. Όσο ζούσα, όσο έζησα, ήμουνα παιδί. Ήμουν ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχωμαι αλλά και ποιο παιδί δεν είναι άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη! Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά κι αν είναι δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική πούναι ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν' ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν' αφήσετε να θρονιαστεί στη καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, ν' αγαπήσετε με πάθος και να καείτε από τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, τη κάθε σας στιγμή τραγούδι κι όταν έρθη η ώρα η στερνή να πεθάνετε όχι από πλήξη, αλλά από ειλικρίνεια όπως ο φίλος τζίτζικας, που τόσο ωραία τα έλεγε μα μεις τα παίρναμε για γκρίνια.
Τώρα, καθώς γράφω τις τελευταίες γραμμές, κοιτώ πίσω κι αντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: έζησα ελεύθερη όσο καμμιά άλλη γυναίκα της εποχής μου, έκανα πράγματα που δεν έκανε καμμιά άλλη κι αγαπήθηκα όσο λίγες. Και, δεν το ξεχνώ, καθώς το βλέμμα μου έσβηνε, κείνη τη μελαγχολική αυγούλα τ' Απρίλη, δεν ήμουν πια μόνη. Νέοι που μ' αγάπησαν ήρθαν να μ' αποχαιρετήσουν και φίλες γκαρδιακές στο προσκεφάλι μου ένα τελευταίο τραγούδι να μου χαρίσουν.
Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα, όπως λέει κι η καλή μου φίλη.



Με αγάπη
Μαρία Πολυδούρη